- ανίσχιος
- ἀνίσχιος, -ον (Α)(για πουλιά) αυτός που έχει άσαρκα σκέλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + -ισχιος < ισχίον «η κοιλότητα που υποδέχεται την κεφαλή του μηρού, η κοτύλη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνίσχια — ἀνίσχιος without prominent haunches neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχίο — το (ΑΜ ἰσχίον) το τμήμα τού σώματος στο οποίο συνδέεται το κάτω άκρο με τη λεκάνη, γοφός νεοελλ. 1. ζωολ. το μεσαίο τμήμα τού αρθρωτού άκρου τών εντόμων το οποίο αρθρώνεται με τον θώρακα και με τον τροχαντήρα 2. ναυτ. το τμήμα τού σκάφους από την … Dictionary of Greek